Μεταπτυχιακές Εργασίες

Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://beta-pyxida.aueb.gr/handle/123456789/63

Νέα

Αυτή είναι η συλλογή από το παλιό σύστημα με ID:cid:3

Περιηγούμαι

Πρόσφατες Υποβολές

Τώρα δείχνει 1 - 20 από 1107
  • Τεκμήριο
    Η αποκλειστική οικονομική ζώνη και οι ενεργειακές εκμεταλλεύσεις των παράκτιων κρατών εντός αυτής
    (22-02-2022) Τύμπα, Ευφροσύνη-Ελλάς; Πλιάκος, Αστέριος; Καρύδης, Γεώργιος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Αναγνωσταράς, Γεώργιος
    Ο κύριος στόχος αυτής της διπλωματικής εργασίας είναι να εξετάσει την περίπτωση της θαλάσσιας περιοχής της Αποκλειστικής οικονομικής ζώνης. Η ΑΟΖ αντιπροσωπεύει επί του παρόντος μία σημαντική πηγή διαφωνιών μεταξύ κυρίαρχων κρατών ειδικά όταν τα σύνορα τους στην Αποκλειστική οικονομική ζώνη "αγγίζουν" 'η ακόμη χειρότερα όταν αλληλοκαλύπτονται. Επιπλέον η ύπαρξη ορυκτών καυσίμων εντός της ΑΟΖ κάνει τα κράτη να επιζητούν να οριοθετήσουν τα θαλάσσια σύνορα τους και να αυξήσουν τις ευκαιρίες τους για εκμετάλλευση της εν λόγω ζώνης. Η οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων των παράκτιων κρατών βασίζεται στη Σύμβαση του 1982 των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), εντός της οποίας εισήχθει η έννοια της ΑΟΖ και εντός της οποίας καθορίζεται η νομοθεσία που διέπει την θαλάσσια ζώνη της ΑΟΖ.
  • Τεκμήριο
    International fixed income capital markets: taxonomy and institutional characteristics
    (27-06-2022) Κοντομήτρου, Μαγδαλινή-Νεκταρία; Kontomitrou, Magdalini-Nektaria; Athens University of Economics and Business, Department of International and European Economic Studies; Tzavalis, Elias; Zacharias, Eleftherios; Pagratis, Spyros
    Αυτή η διατριβή θα επιχειρήσει να διερευνήσει το Διεθνές Κεφάλαιο Σταθερού Εισοδήματος, την ταξινόμηση και τα θεσμικά τους χαρακτηριστικά. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιείται βιβλιογραφική ανασκόπηση της αγοράς κοινοπρακτικών δανείων καθώς και ανάλυση έκδοσης ομολόγων και υποχρεώσεων. Η αγορά δανείων αποτελεί πηγή χρηματοδότησης για επιχειρήσεις σε όλα τα επίπεδα πιστοληπτικής ικανότητας. Υπάρχει η αντίληψη ότι τα δάνεια είναι μια γρήγορη και ευέλικτη πηγή χρηματοδότησης που μπορεί να εξασφαλιστεί. Η πιστωτική έκθεση ενός ονόματος μπορεί να μοιραστεί με άλλους δανειστές και επενδυτές, ενώ η δανείστρια τράπεζα διατηρεί την επαφή της με έναν δανειολήπτη. Ως επενδυτής σε κοινοπρακτικό δάνειο, υπόκεινται σε συμφωνίες που περιορίζουν την έκθεσή του σε πιστωτικό κίνδυνο. Επίσης, πολλοί επαγγελματίες των δημοσίων οικονομικών αναγκάζονται να αναλάβουν σημαντικές ευθύνες με ελάχιστη ή καθόλου προηγούμενη εμπειρία και συνήθως ως δευτερεύουσα ή τριτεύουσα ευθύνη στα κύρια καθήκοντά τους που είναι η προετοιμασία του προϋπολογισμού, η τήρηση των προθεσμιών μισθοδοσίας, η έκδοση της συνολικής ετήσιας οικονομικής έκθεσης ή η αντιμετώπιση εκατοντάδων άλλων εργασιών που προκύπτουν κατά καιρούς. Ωστόσο, η έκδοση χρέους και οι δασμοί που ακολουθούν μετά την ολοκλήρωση της πώλησης ομολόγων δεν μπορούν να γίνουν επιπόλαια και μπορεί να οδηγήσουν σε μια απροσδόκητη επιβάρυνση που δεν αναμενόταν στην αρχή της διαδικασίας. Τέλος, αναλύουμε τα μεσοπρόθεσμα ομόλογα (MTN), όπου ο εκδότης έχει κανονικά την επιλογή να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα που επιτρέπει στον εκδότη να προσφέρει τα MTN του κατά καιρούς χωρίς να χρειάζεται να παράγει ουσιαστικά νομικά έγγραφα για κάθε τέτοια προσφορά. Στην αρχή του προγράμματος, δημιουργείται ένα υποκείμενο σύνολο εγγράφων και αυτά τα έγγραφα θα αλλάξουν ή θα συμπληρωθούν όπως απαιτείται, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου κάθε έκδοσης MTN. Τα προγράμματα μεσοπρόθεσμων ομολογιών χρησιμοποιούνται συνήθως από πολυεθνικές εταιρείες για να καλύψουν τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές τους απαιτήσεις.
  • Τεκμήριο
    Ο μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας ως εργαλείο εξευρωπαϊσμού στην ψηφιακή μετάβαση της Ελλάδας
    (31-10-2022) Κυρίτση, Χριστίνα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Πεχλιβάνος, Λάμπρος; Βασιλάτος, Ευάγγελος; Παγουλάτος, Γεώργιος
    Στόχος της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση της επίδρασης που ασκεί η ΕΕ στην δημόσια πολιτική μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελεί ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση και τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο καταδεικνύεται ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ως μηχανισμός μεταφοράς πολιτικών, ανάδειξης και παρεμπόδισης αλλαγών και ενίσχυσης της διαδικασίας του εξευρωπαϊσμού. Επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον της έρευνας στην περιγραφή της έκβασης του εξευρωπαϊσμού μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στον πυλώνα της ψηφιακής μετάβασης της χώρας. Διερευνήσαμε τις στρατηγικές προτεραιότητες ψηφιακής αναβάθμισης της Ελλάδας όπως διαγράφονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη σύμπνοια με την Ευρωπαϊκή Ψηφιακή Στρατηγική. Επιπλέον μελετήσαμε με τη χρήση των εργαλείων και των ερευνητικών μέσων της θεωρίας του εξευρωπαϊσμού και αποδείξαμε ότι ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελεί εργαλείο εξευρωπαϊσμού και έχει οδηγήσει τα κράτη-μέλη σε μεγάλο βαθμό σε σύγκλιση στην ψηφιακή μετάβαση. Η εφαρμογή της θεωρίας του εξευρωπαϊσμού με τον μηχανισμό είναι σημαντική καθώς είναι εμφανή η αύξηση της αποτελεσματικότητας διείσδυσης της ευρωπαϊκής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, η συμμόρφωση με τους στόχους, την στρατηγική και την νομοθεσία της ΕΕ σε συνδυασμό με την σωστή υλοποίηση σύμφωνα με τις υποδείξεις της ΕΕ αποτελούν τη βάση για τον εξευρωπαϊσμό της ψηφιακής μετάβασης καθώς διαμορφώνουν την εγχώρια πολιτική, τις αντιλήψεις και την πολιτική ατζέντα. Στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας αποτυπώνονται οι μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που θα επιφέρουν την ανάπτυξη και είναι σύμφωνες με την στρατηγική και πολιτική της ΕΕ και τις υποδείξεις στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
  • Τεκμήριο
    Η περιβαλλοντική και ενεργειακή πολιτική της ΕΕ: συμπληρωματικότητες και αντιθέσεις
    (01-12-2022) Φουρνιστάκη, Γεωργία; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Καμμάς, Παντελής; Μπλαβούκος, Σπυρίδων; Παγουλάτος, Γεώργιος
    Η συνεχής και αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση σε συνδυασμό με την ανορθολογική χρήση των ορυκτών πόρων για την εξασφάλιση της κάλυψης των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την επιδείνωση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, η ΕΕ κατανοώντας την άμεση σχέση μεταξύ της αλόγιστης ενεργειακής κατανάλωσης και της οικολογικής καταστροφής έχει λάβει δραστικά μέτρα για τη μετατροπή της ευρωπαϊκής οικονομίας και κοινωνίας σε «πράσινη» με τρόπο βιώσιμο, πρόσφορο και κοινωνικά δίκαιο για όλους. Στα πλαίσια αυτά συνέταξε την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία με σκοπό τη λήψη δραστικών μέτρων για την άμβλυνση της ενεργειακής κατανάλωσης σε ενωσιακό επίπεδο και ταυτόχρονα επιδίωξε την εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών προς την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί. Η αξιολόγηση της επίτευξης των στόχων, που έχουν τεθεί για κάθε κράτος μέλος, έδειξε πως υπάρχουν αρκετές αποκλίσεις και ταυτόχρονα ανέδειξε την ανάγκη δημιουργίας νέων και ευέλικτων χρηματοδοτικών εργαλείων που θα βοηθήσουν στην μετατροπή των εθνικών οικονομιών των κρατών μελών σε ενεργειακά βιώσιμη και ταυτόχρονα φιλοπεριβαλλοντική. Όμως η σύγχρονη συγκυρία της ενεργειακής κρίσης και το υπάρχον ενεργειακό μείγμα των κρατών μελών της ΕΕ σε συνδυασμό με τις κοινωνικές εντάσεις και την αύξηση του κόστους διαβίωσης εξαιτίας της σύγχρονης ανεπάρκειας ενεργειακού εφοδιασμού, προκαλεί πιέσεις στην επίτευξη των τιθέμενων στόχων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και για μετατροπή της ΕΕ σε μια οικονομία με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα με κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Η ΕΕ ενεργώντας με άμεσα αντανακλαστικά πρότεινε την άμεση εφαρμογή του Προγράμματος RePowerEU, για την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της σύγχρονης ενεργειακής κρίσης, χωρίς να αποκλίνει πολύ από τις διεθνείς περιβαλλοντικές της υποχρεώσεις όπως απορρέουν από τη Συνθήκη των Παρισίων
  • Τεκμήριο
    Options pricing on scenario trees
    Παπαδόπουλος, Γεώργιος; Papadopoulos, Georgios; Athens University of Economics and Business, Department of International and European Economic Studies; Tzavalis, Elias; Dendramis, Yiannis; Topaloglou, Nikolaos
    Η παρούσα διατριβή κάνει μια επισκόπηση της βιβλιογραφίας αναφορικά με τα μοντέλα τιμολόγησης των Ευρωπαϊκών δικαιωμάτων προαίρεσης, εστιάζοντας στο καινοτόμο και διάσημο μοντέλο τιμολόγησης Black-Scholes, που αναπτύχθηκε το 1973 και σε δύο εναλλακτικά μοντέλα τιμολόγησης που αναπτύχθηκαν σύμφωνα με τις διακριτές κατανομές που αποτυπώνονται σε διαγράμματα δένδρων-σεναρίων, ώστε να καταλήξουν σε τυχόν πιο ακριβή αποτελέσματα, σε σύγκριση με το μοντέλο τιμολόγησης Black-Scholes. Το πρώτο μοντέλο τιμολόγησης προσαρμόζει το μοντέλο Black-Scholes για τις επιπτώσεις της λοξότητας και της κύρτωσης της εμπειρικής κατανομής των τιμών των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων. Το δεύτερο μοντέλο τιμολόγησης υποθέτει ένα περιβάλλον χωρίς εξισσοροπιτική κερδοσκοπία, όπου η τιμή των Ευρωπαϊκών δικαιωμάτων προαίρεσης υπολογίζεται ως η προεξοφλημένη απόδοση της αναμενόμενης αξίας τους, με το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου. Η απόδοση και των δύο μοντέλων τιμολόγησης αξιολογείται και συγκρίνεται με την απόδοση του μοντέλου τιμολόγησης Black-Scholes, μέσω εμπειρικών δοκιμών χρησιμοποιώντας τις πραγματικές τιμές του Δείκτη S&P 500 και τις αντίστοιχες τιμές δικαιωμάτων προαίρεσης στον δείκτη αυτό. Συνάγεται το συμπέρασμα ότι το μοντέλο τιμολόγησης Black-Scholes υπερτιμολογεί τα Ευρωπαϊκά δικαιώματα αγοράς out-of-the-money και υποτιμά τα Ευρωπαϊκά δικαιώματα πώλησης out-of-the-money (OTM), λόγω των ασύμμετρων και λεπτοκυρτικών χαρακτηριστικών της κατανομής των τιμών των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων. Συμπεραίνεται επίσης ότι τα δύο εναλλακτικά μοντέλα τιμολόγησης, που μπορούν να περιγράψουν τα ασύμμετρα και λεπτοκυρτικά χαρακτηριστικά των κατανομών των τιμών των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, αποτελούν μια αποτελεσματική εναλλακτική μέθοδο για την τιμολόγηση των Ευρωπαϊκών δικαιωμάτων αγοράς και πώλησης.
  • Τεκμήριο
    Πολιτική ανταγωνισμού & κρατικές ενισχύσεις: εφαρμογές στον κλάδο της ενέργειας
    Αλτάνη, Ασημίνα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Χατζηπαναγιώτου, Παναγιώτης; Πεχλιβάνος, Λάμπρος; Μήλλιου, Χρυσοβαλάντου-Βασιλική
    Η πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί βασικό πυλώνα στη λειτουργία της αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσής, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός, εν γένει, ομοιόμορφου χώρου δράσης για τα κράτη μέλη. Ταυτόχρονα, σήμερα, πιο πολύ από ποτέ, η “πράσινη”, και ιδίως η ενεργειακή μετάβαση βρίσκεται στο επίκεντρο. Ως αποτέλεσμα, να δίνεται όλο και περισσότερη προσοχή στα έργα που υποστηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με αντίστοιχες κρατικές ενισχύσεις. Στην παρούσα εργασία, εξετάζονται κατ’ αρχήν οι βασικοί ορισμοί της πολιτικής ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων καθώς και το νομοθετικό καθεστώς που τις πλαισιώνει. Στη συνέχεια, μελετώνται οι πιο πρόσφατες σχετικές περιπτώσεις των κρατικών ενισχύσεων μετά τη δημοσίευση των Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την ενέργεια. Συζητείται μια σημαντική σειρά αποφάσεων που σχετίζονται με τη συμβατή ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την επάρκεια παραγωγής. Αυτές οι περιπτώσεις εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες περιγράφονται ως «Περιπτώσεις συμβατές με την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς», «Αμφίβολες περιπτώσεις» και «Περιπτώσεις ασύμβατες ως προς τις Κατευθυντήριες Γραμμές». Οι περιπτώσεις που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία αναφέρονται στον στόχο της ενίσχυσης και στις ιδιότητες της στο πλαίσιο της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Οι περιπτώσεις της δεύτερης κατηγορίας περιλαμβάνουν εκείνες όπου δεν έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες ή που στοχεύουν σε στόχους που μπορούν να χαρακτηριστούν «άδικοι» ή περιπτώσεις που αφορούν παραλείψεις των εμπλεκομένων μερών. Η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει εκείνες τις περιπτώσεις όπου η ενίσχυση συμβάλλει στη διατήρηση ή την ανάπτυξη μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, είτε πυρηνικών είτε ορυκτών καυσίμων που δεν εμπίπτουν στα πλαίσια που προβλέπονται από τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής.
  • Τεκμήριο
    Τεχνοοικονομική αξιολόγηση τεχνολογιών κυκλικής οικονομίας: η περίπτωση της μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα στη Μεγαλόπολη
    (2022) Τελχάραϊ, Αλμπιόνα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Τοπάλογλου, Νικόλαος; Ξεπαπαδέας, Αναστάσιος
    Στην παρούσα διπλωματική εργασία, επιχειρείται να αποτυπωθεί μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση αναφορικά με την αξιοποίηση της βιομάζας, ιδιαίτερα σε περιοχές στις οποίες η οικονομική τους δραστηριότητα βασίζεται στην χρήση λιγνίτη. Στην συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης έχει επιλεχθεί η τεχνοοικονομική ανάλυση μιας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα στον Δήμο Μεγαλόπολης. Η περιοχή εντάσσεται στο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης και επιλέχθηκε προς ανάλυση με βάση την αναγκαιότητα απεξάρτησης της οικονομίας της περιοχής από τον λιγνίτη. Σε πρώτο στάδιο επιχειρείται η επισκόπηση του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου με στόχο την μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της Ευρώπης. Επιπλέον, αναλύεται το εθνικό θεσμικό πλαίσιο, με ιδιαίτερη έμφαση στο Σχέδιο για τη Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση, στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, καθώς επίσης και στις σημαντικότερες περιβαλλοντικές πολιτικές. Σε επόμενο στάδιο επιχειρείται η περιγραφή του επενδυτικού σχεδίου, ξεκινώντας από την ανάλυση της υφιστάμενης περιβαλλοντικής κατάστασης της περιοχής της Μεγαλόπολης. Μέσα από αυτή την ανάλυση θα αναδειχθεί η ανάγκη μετάβασης της περιοχής στην μεταλιγνιτική εποχή μέσω της αξιοποίησης των ΑΠΕ και συγκεκριμένα της βιομάζας. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην τεχνοοικονομική αξιολόγηση της υπό εξέταση μονάδας, καθώς διαμορφώνεται και εξετάζεται ένα ολοκληρωμένο business plan, το οποίο περιλαμβάνει τις εκτιμώμενες χρηματοροές και εξάγει συμπεράσματα σχετικά με τη βιωσιμότητα της μονάδας. Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, η διπλωματική εργασία θα καταλήξει στην εξέταση των κοινωνικοοικονομικών και περιβαλλοντικών επιδράσεων που θα έχει το επενδυτικό σχέδιο στην ευρύτερη περιοχή της Μεγαλόπολης. Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, αναδεικνύεται επιτακτική η ανάγκη αξιοποίησης της βιομάζας, τόσο από περιβαλλοντική όσο και από οικονομική άποψη, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή όπου η ενεργειακή κρίση είναι πιο έντονη από ποτέ.
  • Τεκμήριο
    Το ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς πράσινων ομολόγων: συγκριτική επισκόπηση
    (07-11-2022) Αρκαδινού, Αικατερίνη; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Χάλκος, Γεώργιος; Χατζησταμούλου, Νικόλαος; Κουντούρη, Φοίβη
    Τα τελευταία 15 χρόνια η αγορά των πράσινων ομολόγων αναπτύσσεται ραγδαία. Τα πράσινα ομόλογα βρίσκονται στο επίκεντρο των βιώσιμων χρηματοοικονομικών καθώς αποτελούν στο ένα κατάλληλο εργαλείο διοχέτευσης κεφαλαίων σε μακροπρόθεσμα έργα τα οποία είναι απαραίτητα για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την επίτευξη των κλιματικών στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού. Ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει ένα μικρό τμήμα της συνολικής αγοράς πιστωτικών τίτλων, εν μέρει λόγω του κατακερματισμού της συνεπεία των διαφορετικών καθεστώτων ρύθμισής, που βασίζονται σε εθελοντικούς κανόνες ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να ωθήσει την αγορά, διαμορφώνοντας ένα ολοκληρωμένο κανονιστικό πλαίσιο ρύθμισής της που αφορά τη κατηγοριοποίηση των πράσινων έργων (κανονισμός Ταξινομίας), το πρότυπο Ευρωπαϊκού Πράσινου Ομολόγου, και τη θέσπιση αυξημένων υποχρεώσεων διαφάνειας στα εταιρείες σε σχέση με τα ζητήματα αειφορίας. Στην εργασία αυτή θα εξετάσουμε το ισχύον πλαίσιο ρύθμισης της αγοράς ομολόγων εστιάζοντας στα δύο κυρίαρχα συστήματα που αναπτύχθηκαν από την αγορά, τις Αρχές Πράσινων Ομολόγων της Διεθνούς Ένωσης Κεφαλαιαγορών (GBP-ICMA) και το πρότυπο πιστοποίησης του οργανισμού Climate Bond Initiative καθώς και σε δύο κανονιστικά καθεστώτα, το Ευρωπαϊκό, με την ευρωπαϊκή ταξινομία και την πρόταση κανονισμού για το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ομόλογο, το οποίο επιδιώκεται να καταστεί το χρυσό πρότυπο της αγοράς και αυτό της Κίνας. Η επιλογή παρουσίασης του ρυθμιστικού πλαισίου της Κίνας, προκρίθηκε λόγω της ανάπτυξης της σχετικής αγοράς κατά τρόπο αντίστροφο σε σχέση με την ευρωπαϊκή. Ενώ δηλαδή στην Ευρώπη η αγορά αναπτύχθηκε βασιζόμενη σε ρυθμίσεις soft law, και η κανονιστική ρύθμιση επιδιώκει θεραπεύσει τις αρρυθμίες της αγοράς, η κινέζικη αγορά πράσινων ομολόγων αναπτύχθηκε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εξαιτίας των υποχρεωτικών κανόνων που επιβλήθηκαν από κρατικές ρυθμιστικές αρχές της και οδεύει στην περαιτέρω διεύρυνση της μέσω της φιλελευθεροποίησής της. Η εργασία ακολουθεί την εξής δομή. Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφεται το πολιτικό και νομικό πλαίσιο που δημιουργεί την ανάγκη της βιώσιμης χρηματοδοτικής. Στη συνέχεια ακολουθούν ορολογικές διευκρινίσεις και διάκριση των πράσινων ομολόγων από άλλα θεματικά και κλιματικά ομόλογα. Στο τρίτο κεφάλαιο επισκοπείται η εξέλιξη της αγοράς και τα κεντρικά θέματα που απασχολούν την ακαδημαϊκή αρθρογραφία. Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζονται συγκριτικά τρεις κυρίαρχες που αποτελούν το απαραίτητο ρυθμιστικό στοιχείο της αγοράς. Στο τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση περιγράφονται οι υπάρχουσες διαδικασίες για την έκδοση πράσινων ομολόγων και αναλύεται διεξοδικά η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη πιστοποίηση του Ευρωπαϊκού Πράσινου Ομολόγου. Καθώς η πρόταση βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση στα νομοθετικά όργανα της ΕΕ, παρουσιάζονται επί μέρους προτάσεις του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου καθώς πιθανή υιοθέτησή τους θα διαφοροποιήσει αρκετά το τελικό κείμενο.
  • Τεκμήριο
    Η αντίδραση της αγοράς στις απομειώσεις της υπεραξίας στις χώρες της Ευρωζώνης για το χρονικό διάστημα 2005-2020
    (09-11-2022) Χαραλαμπόπουλος, Ανδρέας; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Τοπάλογλου, Νικόλαος; Παγκράτης, Σπυρίδων; Αναγνωστοπούλου, Σεράϊνα
    Ο βέλτιστος λογιστικός χειρισμός της υπεραξίας είναι μία διαδικασία που ακόμα δεν έχει αποφασιστεί. Αυτή η παρατήρηση βασίζεται στο γεγονός πως στο παρελθόν υπήρχε η δυνατότητα της απόσβεσης της, όπως ένα πάγιο περιουσιακό στοιχείο και τώρα αυτή η δυνατότητα έχει καταργηθεί. Προς το παρόν, η υπεραξία μπορεί να λάβει μόνο απομείωση, όπου δίνει πολλά περιθώρια στη διοίκηση να παρουσιάσει αποτελέσματα τα οποία είναι αρκετά υποκειμενικά. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η δυνατότητα που έχει η διοίκηση να αποφασίσει το χρόνο που θα παρουσιαστεί η απομείωση και το ποσό της, καθώς χωρίς την ύπαρξη ισχυρού ελέγχου, σε συνδυασμό με την ευρεία έννοια του ορισμού της (ταμειακές ροές που διανέμονται σε πολλές μονάδες). Η παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζει την ύπαρξη συσχέτισης της απομείωσης της υπεραξίας με την τιμή της μετοχής και με την απόδοση στον δείκτη για τις χώρες της Ευρωζώνης και κατά πόσο παίζουν ρόλο παράγοντες όπως η εταιρική διακυβέρνηση, η κρατική κυβέρνηση και το θεσμικό πλαίσιο της κάθε χώρας. Τα δεδομένα αντλήθηκαν από την πλατφόρμα Thomson Reuters DataStream. Η δειγματική περίοδος ήταν από το 2005 έως το 2020 και το μέγεθος του δείγματος είναι 2.440.656 εγγραφές. Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της παλινδρόμησης για να διευρευνηθεί η παραπάνω υπόθεση, ορμώμενοι από την εργασία του (Alshehabi et al., 2021). Στην εργασία φαίνεται πως η αγορά αντιδρά θετικά την απομέιωση της υπεραξίας, διότι εκτιμά την διάθεση των επιχειρήσεων να μην κρύβουν προβλήματα, και το goodwill asset αρνητικά, επειδή δείχνει πως η εξαγορά δεν έχει την αναμενόμενη αξία.
  • Τεκμήριο
    Cooperation for the Agenda 2030: an analysis of the contribution of Athens University of Economics & Business to Sustainable Development Goals (case study: SDGs 16,17)
    Τσαμτσίδου, Σβετλάνα; Tsamtsidou, Svetlana; Athens University of Economics and Business, Department of International European Economic Studies; Chatzipanagiotou, Panagiotis; Milliou, Chrysovalantou; Koundouri, Phoebe
    Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ), τόσο για την εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών, μαθημάτων και έρευνας όσο και για την ενθάρρυνση άλλων ενδιαφερόμενων μερών να συμμετάσχουν. Επιπλέον, η βιωσιμότητα είναι ένα πιεστικό θέμα σε όλα τα Πανεπιστήμια. Σε αυτό το πλαίσιο, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) καθορίζει πώς μπορεί να συνεισφέρει στους SDGs και να έχει αντίκτυπο τόσο στους φοιτητές όσο και στην κοινωνία.Αρχικά, σκοπός αυτής της διπλωματικής εργασίας είναι να δώσει μια επισκόπηση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ της ατζέντας 2030 στο πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου. Ειδικότερα, στόχος είναι να εξεταστεί, να αναλυθεί και να αξιολογηθεί ο τρόπος με τον οποίο το ΟΠΑ μπορεί να συνεισφέρει στους SDG 16 & 17 και στην αξία τους. Το πρωταρχικό καθήκον είναι να γίνει η ανάλυση μέσω μιας ολοκληρωμένης μεθοδολογίας σχετικά με τα γιατί και να καταδειχθεί η σημασία για τον μετασχηματισμό της Ελληνικής Κοινωνίας, απαντώντας παράλληλα στο κύριο ερευνητικό ερώτημα: Πώς μπορεί το ΟΠΑ να συνεισφέρει στους ΣΒΑ;Η μελέτη προτείνει μια μεθοδολογία ανάλυσης των τεσσάρων πυλώνων: i) Εκπαίδευση ii) Έρευνα iii) Λειτουργίες & Διακυβέρνηση iv) Εξωτερική Ηγεσία και διάφορες μορφές χαρτογράφησης των δραστηριοτήτων, μαθημάτων, ερευνητικών προϊόντων και στρατηγικών πολιτικών. Συνάγεται το συμπέρασμα ότι το κύριο πλεονέκτημα του ΟΠΑ είναι ότι παρέχει γνώσεις, δεξιότητες και κίνητρα στους μαθητές και ενισχύει τις ικανότητές τους. Το επόμενο σημαντικό εύρημα καταδεικνύει τον αντίκτυπο των ερευνητικών προϊόντων καθώς ο SDG 16 έχει την υψηλότερη επιρροή μεταξύ των άλλων και τις ευκαιρίες από τα ερευνητικά εργαστήρια και άλλες συνεργασίες που επιτρέπουν τη ροή της καινοτομίας από άποψη Κοινωνικής, Περιβαλλοντικής και Οικονομικής προοπτικής.Τέλος, πραγματοποιείται ανάλυση Δυνατών, Αδύνατων σημείων Ευκαιριών, Απειλών (SWOT Analysis) προκειμένου να παρασχεθεί ένα σύνολο συστάσεων που αξιοποιεί τα αποτελέσματα στο πλαίσιο του ΟΠΑ, εσωτερικά ως πρότυπο Πανεπιστήμιο και εξωτερικά στην κοινωνία.
  • Τεκμήριο
    Το διαπραγματευτικό πλαίσιο και οι διαπραγματευτικές στρατηγικές στην Επιτροπή των Μόνιμων Αντιπροσώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση
    (30-08-2022) Λέκκας, Παναγιώτης; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Κωνσταντίνου, Παναγιώτης; Ρουμανιάς, Κωνσταντίνος; Μπλαβούκος, Σπυρίδων
    Η συγκεκριμένη διπλωματική εργασία στοχεύει στην εξέταση της λειτουργίας της Επιτροπής των Μόνιμων Αντιπροσώπων (Coreper) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναλύεται η σχέση εντολέα-εντολοδόχου από δύο διαφορετικές σκοπιές και εξετάζεται η επίδραση αυτής στο διαμορφωθέν διαπραγματευτικό πλαίσιο. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στο κανονιστικό πλαίσιο της Επιτροπής των Μόνιμων Αντιπροσώπων και στην επίδραση της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτό. Ακόμη, εξετάζονται η διάσταση της συγκρότησης συνασπισμών και οι επιλογές στη διαμόρφωση διαπραγματευτικών τακτικών και στρατηγικών με αναφορές στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Μόνιμων Αντιπροσωπειών. Χρησιμοποιούνται το θεωρητικό πλαίσιο της σχέσης εντολέα-εντολοδόχου και εργαλεία της θεωρίας διαπραγματεύσεων προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιδράσεις των συγκεκριμένων παραμέτρων στη διαμόρφωση διαπραγματευτικών στρατηγικών.
  • Τεκμήριο
    Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως διαχειριστής κρίσεων στην ευρωζώνη: η οικονομική και δημοσιονομική κρίση από το 2007 έως και σήμερα
    Μπιστίνα, Δέσποινα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Κατσίμη, Μαργαρίτα
    Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση του διαφαινόμενου κινδύνου κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, μπορούν να διαχωριστούν –για λόγους ανάλυσης- σε δυο φάσεις. Η πρώτη, αφορά στην αντιμετώπιση της παρατηρούμενης δυσκολίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να αποκτήσουν πρόσβαση σε ρευστό, λόγω της ανόδου των επιτοκίων δανεισμού στη διατραπεζική αγορά, ξεκινώντας από τον Αύγουστο του 2007. Η αντίδραση του Ευρωσυστήματος στόχευε στην ικανοποίηση της ζήτησης για ρευστότητα, διατηρώντας συνολικά ίδια νομισματική πολιτική, βάσει του separation principle. Η ΕΚΤ κάνει ποιοτική χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής, και παρέχει ρευστότητα 95 δις ευρώ, διατηρώντας συνολικά ίδιο το μέγεθος του ισοζυγίου της. Η δεύτερη φάση ξεκινάει χρονικά από την ημέρα της κατάρρευσης της Lehman Brothers, γεγονός το οποίο προκάλεσε κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ΕΚΤ ανακοινώνει την αρχική μείωση του επιτοκίου δανεισμού, το οποίο σύντομα φτάνει σε κατώτατο όριο. Ωστόσο, μόνο με την πολιτική μείωσης του επιτοκίου, δεν μπορούσε να επιτευχθεί η επιθυμητή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Η κρίση επενέργησε σημαντικά στη διατραπεζική πίστη, ανεβάζοντας τα spreads στο επιτόκιο του διατραπεζικού δανεισμού (EURIBOR) και στο επιτόκιο του ημερήσιου δανεισμού (EONIA). Η αβεβαιότητα των τραπεζών σχετικά με τις χρηματοδοτικές τους συνθήκες και την προστασία των κεφαλαίων τους, δεν επέτρεπε τη μετάδοση του επιτοκίου από την ΕΚΤ στη χρηματαγορά. Για το λόγο αυτό, η ΕΚΤ έλαβε μια δέσμη μέτρων, προκειμένου να υποστηριχθεί η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Τα μέτρα αυτά, γνωστά ως “ενισχυμένη πιστωτική στήριξη”, εξομάλυναν την τραπεζική λειτουργία της ευρωζώνης. Μετά την αποκατάσταση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στις 3 Δεκεμβρίου 2009, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο σταδιακής απόσυρσης των μέτρων, προκειμένου να μην ανακύψουν προβλήματα “ηθικού κινδύνου” και στρεβλώσεων από την υπερβολική εξάρτηση του τραπεζικού τομέα στα έκτακτα μέτρα. Ωστόσο, στις αρχές του 2010 αναδύθηκαν νέες εντάσεις στην αγορά ομολόγων και στη λειτουργία του τραπεζικού τομέα, από τα `επισφαλή' ομόλογα κρατών με δημοσιονομικά προβλήματα. Οι εντάσεις άρχισαν να κορυφώνονται από τον Απρίλιο έως τον Μάιο του 2010. Στις 10 Μαΐου, η ΕΚΤ ανακοίνωσε το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά. Η απόφαση αυτή αιτιολογήθηκε από τη σοβαρή δυσλειτουργία της χρηματαγοράς, λόγω της κατοχής μεγάλου μέρους κρατικών ομολόγων στα assets των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η απόφαση της ΕΚΤ να αγοράσει μέρος των κρατικών χρεών, κρίθηκε αντιφατική ως προς το `πνεύμα' των Συνθηκών, που απαγορεύουν τη στοχευμένη αγορά κρατικών χρεών από την ΕΚΤ. Ωστόσο, εισάγει το ζήτημα κατά πόσο η ΕΚΤ μπορεί να επιτελέσει καταλυτικό ρόλο στην ευρωπαϊκή οικονομία, επεμβαίνοντας με αμεσότερο τρόπο στα δημοσιονομικά των κρατών. Στη δεύτερη ενότητα της εργασίας, με αφορμή το Securities Markets Program, εξετάζεται το ζήτημα της ανάληψης `νέου' ρόλου από την ΕΚΤ. Αυτός ο ρόλος, θα προσομοιάζει σε μια παραδοσιακή κεντρική τράπεζα ως προς το έργο που επιτελεί για το `μετριασμό' εγχώριων κρίσεων. Η ανάλυση του Paul De Grauwe (2010a) σχετικά με την `ευπάθεια' που δημιουργεί στις χώρες της ευρωζώνης η έλλειψη μιας κεντρικής τράπεζας με περισσότερο παρεμβατικό ρόλο, στοιχειοθετείται από την αντιπαραβολή των χωρών της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο De Grauwe αποδεικνύει ότι οι αγορές στρέφονται "εναντίον" των δημοσιονομικά `αδύναμων' χωρών της ευρωζώνης, υπό το φόβο της έλλειψης μιας κεντρικής τράπεζας που θα μπορεί να εγγυηθεί ότι οι χώρες αυτές δε θα προβούν σε στάση πληρωμών. Ο ίδιος προτείνει την έκδοση ευρωομολόγου, που θα επιτρέπει στην ΕΚΤ να γίνει δανειστής έσχατης λύσης για τα κράτη της ευρωζώνης. αναδεικνύεται η ανάγκη για συλλογική δράση και από τους Depla & WeizsΑcker (2010), De Grauwe & Moesen (2009), Kopf (2011), Ι Economides & Smith (2011), Gros & Mayer (2010-2011). Ωστόσο, μια τέτοια λύση δεν είναι τόσο προφανής για την ευρωζώνη. Ορισμένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εξηγούνται στο δεύτερο κεφάλαιο της ενότητας. Οι ιδιαιτερότητες της ευρωζώνης και ο θεσμικός ρόλος της ΕΚΤ, λειτουργούν ως `στεγανά' για την ανάληψη αποφασιστικών καινοτομιών. Τέλος, γίνεται αποτίμηση της δράσης της ΕΚΤ ως προς τα αποτελέσματα στην εξομάλυνση του τραπεζικού τομέα, και προτείνεται η ανάληψη ενός καταλυτικού ρόλου στην κρίση της ευρωζώνης.
  • Τεκμήριο
    Οι διαπραγματεύσεις Ελλάδας-ΕΟΚ 1957-1979
    (31-08-2022) Χρυσανθοπούλου, Άννα-Ελένη; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Κωνσταντίνου, Παναγιώτης; Καμμάς, Παντελής; Μπλαβούκος, Σπυρίδων
    Η παρούσα εργασία εξετάζει τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) από την περίοδο της συμφωνίας σύνδεσης έως και την περίοδο της ένταξης. Για το σκοπό αυτό, περιγράφεται η έννοια της σύνδεσης στο πλαίσιο της Κοινότητας, καθώς και τα βασικά σημεία της διαδρομής από την αίτηση έως και την υπογραφή της σύνδεσης. Επιπλέον, αναφέρονται οι διερευνητικές συνομιλίες και οι θέσεις της Ελληνικής πλευράς που οδήγησαν στις διαπραγματεύσεις για τη Συμφωνία των Αθηνών.Κατόπιν, επιχειρείται η αποτύπωση της διαδικασίας της εναρμόνισης και η στάση της Ελλάδας απέναντι στις προτάσεις της Κοινότητας την πρώτη περίοδο εφαρμογής. Έπειτα, περιγράφονται οι διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών, οι οποίες δημιούργησαν αρκετά εμπόδια προς την επιτυχή εφαρμογή της εναρμόνισης, συνακόλουθα με τις υπάρχουσες συνθήκες, έχοντας ως αποτέλεσμα τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και ΕΟΚ έως και την περίοδο της τρέχουσας διαχείρισης της σύνδεσης. Ως εκ τούτου, η πρόωρη διακοπή της συμφωνίας σύνδεσης αναλύεται υπό το πρίσμα των επιπτώσεων που επέφερε στην οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στους λόγους που η Ελληνική κυβέρνηση απέφυγε τη Συμφωνία Σύνδεσης ελπίζοντας στην εκπλήρωση των αρχικών της στόχων στη σύνδεση της με την ΕΟΚ.Στο τελευταίο μέρος εξηγείται η επανενεργοποίηση της συμφωνίας σύνδεσης, καθώς και η αποκατάσταση της λειτουργίας της στις σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Κατά συνέπεια, η αίτηση ένταξης και η θέση της Ελλάδας αναλύεται στο πλαίσιο της έναρξης, της μεθόδου, καθώς και της διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων που θεμελιώνουν την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.Στην έρευνα της διεξαγωγής των διερευνητικών συνομιλιών, των διαπραγματεύσεων, και των θέσεων τόσο της Ελλάδας, όσο και της ΕΟΚ, χρησιμοποιήθηκε βιβλιογραφία και πηγές από έντυπο και οπτικοακουστικό αρχείο, καθώς και συνεντεύξεις με τους Χρήστο Αναστασίου, Παναγιώτη Ιωακειμίδη, Κωνσταντίνο Αντωνάκη και Σουζάνα Βέρνεϋ που συνέβαλαν στην αποσαφήνιση των γεγονότων και στην ολοκληρωμένη θεώρηση των εξελίξεων της εξεταζόμενης περιόδου.
  • Τεκμήριο
    Η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας
    (2022) Μανουδάκης, Γεώργιος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Χατζηπαναγιώτου, Παναγιώτης; Πεχλιβάνος, Λάμπρος; Μήλλιου, Χρυσοβαλάντου-Βασιλική
    Η παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος «Οικονομικά και Δίκαιο στις Ενεργειακές Αγορές» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει ως θέμα την περίπτωση της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους μιας επιχείρησης και να αναδείξει ειδικότερα την περίπτωση της άρνησης συναλλαγής (ή άρνηση προμήθειας ή άρνηση πώλησης) στο χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας. Η εργασία χωρίζεται σε πέντε ενότητες. Στην πρώτη ενότητα αναλύεται η έννοια της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, μέσα από τα στοιχεία του πραγματικού του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 2 του ν.3959/2011 για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, όσο και υπό το πρίσμα της οικονομικής επιστήμης και παρατίθενται οι συνηθέστερες στην πράξη μέθοδοι κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Η δεύτερη ενότητα επικεντρώνεται στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδό όσο και στην ελληνική επικράτεια, με ειδικότερη έμφαση στα αποτελέσματα που επέφερε η απελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας. Στην τέταρτη ενότητα γίνεται λόγος ειδικά για την μέθοδο της άρνησης συναλλαγής (refusal to deal), μέσα από την επισκόπηση διαφόρων επιστημονικών άρθρων που, ακολουθώντας τη θεωρητική ή εμπειρική ανάλυση, επιχειρούν να αναδείξουν τις πτυχές της ως άνω μεθόδου και στα αποτελέσματα που κάθε φορά οδηγούμαστε, μέσω αυτής της ανάλυσης. Τέλος, στην πέμπτη και τελευταία ενότητα, παρατίθεται η μέθοδος της άρνησης συναλλαγής υπό το πρίσμα της υπ’ αρ. 621/2015 απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην περίπτωση της ΔΕΗ ΑΕ.
  • Τεκμήριο
    Η ψηφιακή διπλωματία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
    (18-10-2022) Υψηλάντης, Αναστάσιος-Παναγιώτης; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Μπλαβούκος, Σπυρίδων; Μπουραντώνης, Δημήτριος
    Η Ευρωπαϊκή Ένωση δραστηριοποιείται όλο και περισσότερο σε θέματα κυβερνοχώρου διεθνώς, με γνώμονα τα διάφορα έγγραφα και στρατηγικές εξωτερικής πολιτικής της, συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής της για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο του 2013 και των συμπερασμάτων του Συμβουλίου του 2015 για την κυβερνοδιπλωματία. Σύμφωνα με αυτά τα έγγραφα, η ΕΕ έχει εμβαθύνει τους διμερείς δεσμούς της με ορισμένες χώρες-κλειδιά, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο εταιρικών σχέσεων στον κυβερνοχώρο. Το παρόν κείμενο διερευνά σε βάθος την διπλωματία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην νέα εποχή του διαδικτύου. Επιδιώκει να εξηγήσει τους διαφορετικούς τύπους άσκησης διπλωματίας, από δηλώσεις αξιωματούχων μέσω των κοινωνικών δικτύων έως τον κυβερνοπόλεμο. Ουσιαστικά, υποστηρίζεται ότι οι εταιρικές σχέσεις της ΕΕ στον κυβερνοχώρο δεν αποσκοπούν μόνο στη διμερή συνεργασία, αλλά και σε "αντανακλαστικά" αποτελέσματα (με τα οποία η ΕΕ αποσκοπεί στην ανάπτυξη της κυβερνοδιπλωματικής της υπηρεσίας) και σε "διαρθρωτικά" αποτελέσματα (με τα οποία οι διμερείς εταιρικές σχέσεις αποσκοπούν στην ενίσχυση του πολυμερούς ιστού και της παγκόσμιας διακυβέρνησης του διαδικτύου). Μόλις αξιολογηθούν με βάση αυτούς τους πολλαπλούς και αλληλένδετους σκοπούς, αυτές οι κυβερνοσυνεργασίες φαίνονται πιο χρήσιμες από ό,τι φαίνεται.
  • Τεκμήριο
    Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος και αγορά ηλεκτρικής ενέργειας
    (11-10-2022) Μαρκαντωνάτου, Αγγελική; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Πλιάκος, Αστέριος; Αναγνωσταράς, Γεώργιος; Καρύδης, Γεώργιος
    Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως αντικείμενο τις Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος και τον τρόπο εφαρμογής τους στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η εργασία διακρίνεται σε δύο μέρη. Αρχικά, στο πρώτο μέρος της εργασίας, γίνεται σύντομη ιστορική αναδρομή της πορείας προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι σταθμοί της. Ακολουθεί η παρουσίαση των προσπαθειών Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και η κατοχύρωση της ανάγκης ελεύθερου ανταγωνισμού. Εν συνεχεία, αναπτύσσεται η έννοια των Υπηρεσιών Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος και ο τρόπος που λειτουργούν μέσα σε μία ενιαία αγορά. Στο δεύτερο μέρος, γίνεται αναφορά στη λειτουργία ενιαίας αγοράς στην ηλεκτρική ενέργεια, όπως επίσης και των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος στην αγορά αυτή. Τέλος, μετά από τη μελέτη του ενωσιακού δικαίου στους τομείς της ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, συμπεραίνουμε ότι η διασφάλιση της εκπλήρωσης του σκοπού των υπηρεσιών αυτών αποτελεί ύψιστη σημασία στο ενωσιακό δίκαιο, αλλά και σημαντικό εργαλείο στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων των κρατών μελών σε τόσο σημαντικά ζητήματα, όπως είναι η διασφάλιση της κοινής ωφέλειας και της προστασίας του καταναλωτή στα πλαίσια λειτουργίας μίας ενιαίας αγοράς και ειδικά σε αγορές όπως αυτή της ηλεκτρικής ενέργειας, το εμπόρευμα της οποίας χαρακτηρίζεται από κοινωφέλεια.
  • Τεκμήριο
    Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα
    (27-09-2022) Αργυρού, Παρασκευή-Μαρία; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Πλιάκος, Αστέριος; Καρύδης, Γεώργιος; Βογιατζής, Παντελής
    Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), παρουσιάζει έναν αναλυτικό χάρτη πορείας για τα θέματα της ενέργειας και του κλίματος για την επίτευξη συγκεκριμένων Ενεργειακών και Κλιματικών στόχων μέχρι το 2030. Κεντρικό πυλώνα των στόχων του ΕΣΕΚ αποτελούν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Η επίτευξη μεριδίου συμμετοχής των ΑΠΕ κατά τουλάχιστον 35% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας συνιστά έναν από τους κύριους εθνικούς στόχους. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η παρουσίαση του ΕΣΕΚ. Συγκεκριμένα αναλύεται το πως αναπτύχθηκε το Σχέδιο κατ’ εφαρμογή του ενωσιακού και του εθνικού κανονιστικού πλαισίου. Αναπτύσσεται το περιεχόμενο του ΕΣΕΚ με αναλυτικότερη προσέγγιση στη στοχοθέτηση σχετικά με τις ΑΠΕ. Παράλληλα, αναλύεται η εξέλιξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα. Εν συνεχεία, περιγράφονται οι στόχοι του ΕΣΕΚ για τις ΑΠΕ, τα μέτρα – πολιτικές, καθώς και οι προκλήσεις εφαρμογής τους. Τέλος, διατυπώνονται συμπεράσματα και κριτική επί του περιεχομένου του ΕΣΕΚ. Προσδοκώμενα αποτελέσματα της παρούσας διπλωματικής είναι αφενός η κατανόηση της ανάγκης θέσπισης του ΕΣΕΚ ως εθνικού εργαλείου πολιτικής και στρατηγικής για την ενέργεια και το κλίμα. Αφετέρου επιδιώκεται η ανάδειξη της πολυπλοκότητας του συντονισμού των δράσεων όλων των επιμέρους σχετικών τομέων, καθώς και η ανάγκη για αναθεώρηση και διαρκή επικαιροποίηση αυτού ενόψει των εξελίξεων στους τιθέμενους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  • Τεκμήριο
    Η απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου στην Ελλάδα
    (12-10-2022) Ψυχιά, Ασημίνα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Οικονομίδης, Γεώργιος; Κουντούρη, Φοίβη; Πεχλιβάνος, Λάμπρος
    Το τελευταίο διάστημα έχει απασχολήσει ιδιαίτερα ο τομέας της ενέργειας και συγκεκριμένα του φυσικού αερίου με αφορμή την απότομη αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, αλλά και τις πρόσφατες εξελίξεις του πολέμου στην Ουκρανία. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια παρουσίασης της αγοράς φυσικού αερίου, αλλά και του ρυθμιστικού πλαισίου που διαμορφώθηκε για την απελευθέρωση της αγοράς. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αρχικά μία σύντομη αναφορά στον ορισμό, τις ιδιότητες και τις χρήσεις του φυσικού αερίου. Επιπλέον, παρουσιάζονται τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας του φυσικού αερίου, αλλά και οι χώρες με το μεγαλύτερο μερίδιο αποθεμάτων, παραγωγής και κατανάλωσης φυσικού αερίου. Έπειτα, παρατίθενται οι ιδιαιτερότητες, καθώς και τα διαφορετικά μοντέλα απελευθέρωσης της αγοράς φυσικού αερίου. Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, γίνεται μία ιστορική αναδρομή της αγοράς φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που θέσπισε η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να επιτευχθεί η απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αεριού. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις Οδηγίες 98/30/ΕΚ, 2003/55/ΕΚ και στην Τρίτη ενεργειακή δέσμη. Έπειτα, η εργασία εξειδικεύει στο Ρυθμιστικό πλαίσιο της Ελλάδας και συγκεκριμένα στους Νόμους 2364/1995, 3428/2005, 4001/2011, καθώς και στις τροποποιήσεις αυτού που συνέβαλαν στην απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς φυσικού αερίου. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται εν συντομία τα σχεδία New Green Deal και RePowerEU, καθώς και οι προτεινόμενες δράσεις της Ένωσης για την επίτευξη αυτών των στόχων. Στην συνέχεια, αναλύονται η ενεργειακή κατάσταση και οι υποδομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας. Επιπλέον, περιγράφεται το ελληνικό Χρηματιστήριο ενέργειας και το Βάθρο Εμπορίας. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, αναλύονται οι επιπτώσεις που έχει αποφέρει ο πόλεμος στην Ουκρανία στην αγορά φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, εστιάζει στην επίδραση του πολέμου στην παραγωγή, στην αποθήκευση, στην ζήτηση, στις τιμές λιανικής και χονδρικής της Ελλάδας, αλλά και της Ένωσης. Τέλος, αναφέρονται τα Αναπτυξιακά Έργα που πρόκειται να υλοποιηθούν βάσει του Δεκαετούς Αναπτυξιακού πλάνου του ΔΕΣΦΑ, αλλά και οι δυνατότητες που υπάρχουν στην χώρα για αξιοποίησης των υδρογονανθράκων.
  • Τεκμήριο
    Η επίδραση της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στο περιβάλλον: η σχέση μεταξύ ICT και περιβαλλοντικής ρύπανσης, με τη χρήση της EKC
    (30-09-2022) Κλωνή, Θεοφανή; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Κουντούρη, Φοίβη; Χατζησταμούλου, Νικόλαος; Χάλκος, Γεώργιος
    Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση έχει αναδιαμορφώσει τον τρόπο που τα άτομα ζουν, εργάζονται και αλληλεπιδρούν σε διεθνές επίπεδο. Η εποχή της πληροφορίας και της τεχνολογίας της γνώσης, έχει οδηγήσει σε δραστικές οικονομικές αλλαγές τόσο στις σχέσεις μεταξύ ατόμων, εταιρειών και κυβερνήσεων όσο και στο περιβάλλον. Επί του παρόντος, οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας (ICT), η οικονομική ανάπτυξη και η ποιότητα του περιβάλλοντος είναι σημαντικά ζητήματα που έχουν λάβει σημαντική ερευνητική προσοχή υπό το πρίσμα της κλιματικής κρίσης και των πολιτικών προσαρμογής και μετριασμού των επιπτώσεών της. Σύμφωνα με αυτό, η παρούσα εργασία στοχεύει στη διερεύνηση του αντίκτυπου της τεχνολογικής εξέλιξης και της χρήσης του διαδικτύου στην οικονομική ανάπτυξη και στις εκπομπές CO2. Για τους σκοπούς της ανάλυσης δημιουργήθηκε ένα μοντέλο με πολλές μεταβλητές ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανοποίησης, της αστικοποίησης και της ενεργειακής κατανάλωσης, ενώ χρήσιμο εργαλείο για την διεξαγωγή αποτελεσμάτων αποτελεί η περιβαλλοντική καμπύλη Kuznets (EKC), για τις 28 χώρες της Ε.Ε. από το 1990 έως το 2020. Το μοντέλο πολλαπλής παλινδρόμησης και η μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων OLS χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί η συσχέτιση μεταξύ των μεταβλητών και ακολουθούν οι σχετικοί έλεγχοι στασιμότητας και συνολοκλήρωσης προκειμένου να διεξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα. Για να είναι ολοκληρωμένη η ερευνητική διαδικασία, παρουσιάζονται καποια συγκριτικά διαγράμματα όλων μεταβλητών μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και του Ο.Ο.Σ.Α. για το διάστημα 2013 έως 2020, λόγω διαθέσιμων δεδομένων για τον δείκτη ICT. Τα κύρια αποτελέσματα αποκαλύπτουν ότι η αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου και οι τεχνολογίες ICT μειώνουν τις εκπομπές CO2 στις χώρες της Ε.Ε, οδηγώντας σε χαμηλότερο επίπεδo περιβαλλοντικής ρύπανσης. Επιπλέον, στην παρούσα εργασία επιβεβαιώνεται η ύπαρξη της υπόθεσης EKC. Αυτά τα ευρήματα έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε πολιτικό επίπεδο για τις χώρες της Ε.Ε. και το μοντέλο αυτό μπορεί να επεκταθεί για τη διερεύνηση παρόμοιων ζητημάτων σε άλλες αναπτυγμένες αλλά και αναπτυσσόμενες οικονομίες.
  • Τεκμήριο
    Το δικαίωμα της πρόσβασης στην περιβαλλοντική πληροφορία: θεωρητικές και νομολογιακές προεκτάσεις
    (19-09-2022) Φουντουλάκη, Ελένη; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών; Αναγνωσταράς, Γεώργιος; Καρύδης, Γεώργιος; Πλιάκος, Αστέριος
    Η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί να αναλύσει τις πτυχές του δικαιώματος της πληροφόρησης σε περιβαλλοντικά ζητήματα, ως παρεπόμενου του δικαιώματος στο περιβάλλον. Το αναντίρρητο δικαίωμα της πρόσβασης εκάστου πολίτη, ως μέλους της κοινωνίας, στην πληροφορία και δη στην περιβαλλοντική, αποτελεί εξέλιξη του πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι η ποιότητα του περιβάλλοντος στο οποίο διαβιούμε είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το επίπεδο και την ποιότητα ζωής την οποία οι άνθρωποι δυνάμεθα να επιτύχουμε. Αρχικά, εξετάζεται ως σημείο εκκίνησης το δικαίωμα στο περιβάλλον και εν συνεχεία η παρούσα πραγματεύεται το συνακόλουθο δικαίωμα στην περιβαλλοντική πληροφόρηση σε εθνικό πλαίσιο, πρωτίστως μέσω γενικότερων νομοθετημάτων περί πληροφόρησης του κοινού και ακολούθως μέσω εξειδικευμένου προς αυτό νομικού πλαισίου. Στη συνέχεια, γίνεται ανάλυση στη διεθνή και στην Ευρωπαϊκή εδραίωση του δικαιώματος, μέσω Συνθηκών, Οδηγιών και Κανονισμών. Κατά την παρούσα ανάλυση, ως βάση του δικαιώματος στην περιβαλλοντική πληροφορία, λαμβάνεται σταθερά το νομοθετικό καθεστώς και οι τρόποι κατοχύρωσής του, σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Κατόπιν, η ερμηνεία του μέσω της νομολογίας και η επακόλουθη σύμπτυξη ή ανάπτυξή του εντός των δικαστικών αιθουσών, η οποία εν τέλει, ορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία θα εφαρμοστεί το δικαίωμα εν τοις πράγμασι.